στρουμφάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρουμφάκι | τα | στρουμφάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | στρουμφάκι | τα | στρουμφάκια |
κλητική | στρουμφάκι | στρουμφάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρουμφάκι < στρουμφ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρουμφάκι ουδέτερο
- μικρό στρουμφ
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε στρουμφ
στρουμφάκι
|