στρομαγερίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρομαγερίτης < αγγλική stromeyerite < Stromeyerit < γερμανική Friedrich Stromeyer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρομαγερίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει χαλκό, άργυρο και θείο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Stromeyerite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρομαγερίτης