↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρογγύλωσῐς αἱ στρογγυλώσεις
      γενική τῆς στρογγυλώσεως τῶν στρογγυλώσεων
      δοτική τῇ στρογγυλώσει ταῖς στρογγυλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στρογγύλωσῐν τὰς στρογγυλώσεις
     κλητική ! στρογγύλωσῐ στρογγυλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρογγυλώσει
γεν-δοτ τοῖν  στρογγυλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρογγύλωσις < στρογγυλόω / στρογγυλῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρογγύλωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία