στρατοχωροφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατοχωροφυλακή < στρατο- + χωροφυλακή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾa.to.xo.ɾo.fi.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐το‐χω‐ρο‐φυ‐λα‐κή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατοχωροφυλακή θηλυκό
- (νεολογισμός) τουρκικό σώμα ασφαλείας υπεύθυνο για την τήρηση της δημόσιας ασφαλείας και τάξης σε περιοχές κυρίως της υπαίθρου που δεν έχει ευθύνη η αστυνομία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr