Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στραγγίδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στραγγίδι
ο
τα
στραγγίδι
α
γενική
του
στραγγιδί
ου
&
στραγγίδι
ου
των
στραγγιδί
ων
αιτιατική
το
στραγγίδι
ο
τα
στραγγίδι
α
κλητική
στραγγίδι
ο
στραγγίδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στραγγίδιο
ουδέτερο
,
σχεδόν αποκλειστικά στον πληθυντικό
→
δείτε
τη λέξη
στραγγίδια