↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα στραγγίδια
      γενική των στραγγιδίων
    αιτιατική τα στραγγίδια
     κλητική στραγγίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραγγίδια (νεολογισμός) < → δείτε τη λέξη στραγγίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στραγγίδια ουδέτερο

  • υγρά υπολείμματα απορριμμάτων και, γενικότερα, αποβλήτων, που παράγονται από αναερόβια αποσύνθεση οργανικών ουσιών
    ※  στραγγίδια χώρου υγειονομικής ταφής που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες
    lex.europa.eu «Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλιου και του Συμβουλίου για τις μεταφορές αποβλήτων». Βρυξέλλες, 30.06.2003, COM [2003] 379 τελικό, 2003/0139 [COD]), σ. 186· πρόσβαση: 2020-09-14.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό αριθμό· ο ενικός, το στραγγίδιο, είναι ιδιαίτερα σπάνιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία