στούρνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στούρνος | οι | στούρνοι |
γενική | του | στούρνου | των | στούρνων |
αιτιατική | τον | στούρνο | τους | στούρνους |
κλητική | στούρνε | στούρνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στούρνος < στουρνάρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
στούρνος αρσενικό
- είδος πτηνού, που ανήκει στην οικογένεια των στουρνίδων
- μεγάλη πέτρα σκληρή και αιχμηρή
- (μεταφορικά) κακός μαθητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
στούρνος
|