στιχηραρικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιχηραρικο | τα | στιχηραρικα |
γενική | του | στιχηραρικου & στιχηραρίκου |
των | στιχηραρικων & στιχηραρίκων |
αιτιατική | το | στιχηραρικο | τα | στιχηραρικα |
κλητική | στιχηραρικο | στιχηραρικα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστιχηραρικό ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στιχηραρικό
|