Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στηθόπονος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
στηθόπον
ος
οι
στηθόπον
οι
γενική
του
στηθόπον
ου
των
στηθόπον
ων
αιτιατική
τον
στηθόπον
ο
τους
στηθόπον
ους
κλητική
στηθόπον
ε
στηθόπον
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στηθόπονος
<
στήθ(ος)
+
-ό-
+
-πονος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στηθόπονος
αρσενικό
πόνος του στήθους,
στηθάγχη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στηθόπονος