στερνοτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερνοτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική τομή του στέρνου
- ※ Στερνοτομή: Η τομή αυτή εξασφαλίζει την πρόσβαση στο μεσοθωράκιο για εγχειρήσεις στα όργανα του Μεσοθωρακίου όπως ο Θύμος Αδένας και η Καρδιά. ([1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερνοτομή
|