ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στερέωσῐς αἱ στερεώσεις
      γενική τῆς στερεώσεως τῶν στερεώσεων
      δοτική τῇ στερεώσει ταῖς στερεώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στερέωσῐν τὰς στερεώσεις
     κλητική ! στερέωσῐ στερεώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στερεώσει
γεν-δοτ τοῖν  στερεωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερέωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στερῶ (κλίση στερεόω) + -σις (-ωσις) < στερεός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερέωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)