↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σταύρωσῐς αἱ σταυρώσεις
      γενική τῆς σταυρώσεως τῶν σταυρώσεων
      δοτική τῇ σταυρώσει ταῖς σταυρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σταύρωσῐν τὰς σταυρώσεις
     κλητική ! σταύρωσῐ σταυρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταυρώσει
γεν-δοτ τοῖν  σταυρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταύρωσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταύρωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)