σταυρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασταυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταυρώνω
- θα σταυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασταυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σταύρωση