Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σταυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταυρώνω
  2. θα σταυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταυρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σταυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σταύρωση