Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σταυρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σταυρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταυρώνω
  3. θα σταυρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταυρώνω