Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροπροσκύνηση οι σταυροπροσκυνήσεις
      γενική της σταυροπροσκύνησης* των σταυροπροσκυνήσεων
    αιτιατική τη σταυροπροσκύνηση τις σταυροπροσκυνήσεις
     κλητική σταυροπροσκύνηση σταυροπροσκυνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταυροπροσκυνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταυροπροσκύνηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταυροπροσκύνησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταυροπροσκύνηση θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία