σταυροπροσκύνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταυροπροσκύνηση | οι | σταυροπροσκυνήσεις |
γενική | της | σταυροπροσκύνησης* | των | σταυροπροσκυνήσεων |
αιτιατική | τη | σταυροπροσκύνηση | τις | σταυροπροσκυνήσεις |
κλητική | σταυροπροσκύνηση | σταυροπροσκυνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταυροπροσκυνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταυροπροσκύνηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταυροπροσκύνησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταυροπροσκύνηση θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) η προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυροπροσκύνηση
|
Πηγές επεξεργασία
- σταυροπροσκύνηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταυροπροσκύνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)