στήριξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στήριξῐς | αἱ | στηρίξεις |
γενική | τῆς | στηρίξεως | τῶν | στηρίξεων |
δοτική | τῇ | στηρίξει | ταῖς | στηρίξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | στήριξῐν | τὰς | στηρίξεις |
κλητική ὦ! | στήριξῐ | στηρίξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στηρίξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στηριξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστήριξις, -εως θηλυκό
- εντοπισμός πόνου
- στήριξη σε συγκεκριένη θέση
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- στήριξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.