↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στήριξῐς αἱ στηρίξεις
      γενική τῆς στηρίξεως τῶν στηρίξεων
      δοτική τῇ στηρίξει ταῖς στηρίξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στήριξῐν τὰς στηρίξεις
     κλητική ! στήριξῐ στηρίξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στηρίξει
γεν-δοτ τοῖν  στηριξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στήριξις < στηρίζω, στηρικ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στήριξις, -εως θηλυκό

  1. εντοπισμός πόνου
  2. στήριξη σε συγκεκριένη θέση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)