στηρίξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαστηρίξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στηρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στηρίζω
- θα στηρίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στηρίζω