ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στέψῐς αἱ στέψεις
      γενική τῆς στέψεως τῶν στέψεων
      δοτική τῇ στέψει ταῖς στέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στέψῐν τὰς στέψεις
     κλητική ! στέψῐ στέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στέψει
γεν-δοτ τοῖν  στεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στέψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στέφ(ω) + -σις > -ψις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)