στέψεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαστέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στέφω
- θα στέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στέφω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαστέψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στέψη