σπούργιτας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπούργιτας < σπουργίτ(ι) + -ας
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπούργιτας αρσενικό
- (αργκό) ο νεόβγαλτος στην πιάτσα, νεαρή ιερόδουλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπούργιτας
|
σπούργιτας αρσενικό
|