Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπογγεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σπογγεμπόρι
ο
τα
σπογγεμπόρι
α
γενική
του
σπογγεμπορί
ου
&
σπογγεμπόρι
ου
των
σπογγεμπορί
ων
αιτιατική
το
σπογγεμπόρι
ο
τα
σπογγεμπόρι
α
κλητική
σπογγεμπόρι
ο
σπογγεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπογγεμπόριο
<
σπόγγ(ος)
+
-εμπόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπογγεμπόριο
ουδέτερο
(
οικονομία
): γενικά το εμπόριο θαλάσσιων, (φυσικών), σπόγγων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπογγεμπόριο