Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπινθήρισμα τα σπινθηρίσματα
      γενική του σπινθηρίσματος των σπινθηρισμάτων
    αιτιατική το σπινθήρισμα τα σπινθηρίσματα
     κλητική σπινθήρισμα σπινθηρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπινθήρισμα < σπινθηρίζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπινθήρισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία