↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπινθήρισμα τα σπινθηρίσματα
      γενική του σπινθηρίσματος των σπινθηρισμάτων
    αιτιατική το σπινθήρισμα τα σπινθηρίσματα
     κλητική σπινθήρισμα σπινθηρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπινθήρισμα < σπινθηρίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπινθήρισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία