↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπιλιάδα οι σπιλιάδες
      γενική της σπιλιάδας των σπιλιάδων
    αιτιατική τη σπιλιάδα τις σπιλιάδες
     κλητική σπιλιάδα σπιλιάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπιλιάδα < (ελληνιστική κοινή) σπιλάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπιλιάδα θηλυκό και σπιλάδα και σβιλάδα

  1. το ξαφνικό και παροδικό ρεύμα αέρα, απότομη ριπή ανέμου (φαίνεται στην θάλασσα από την αλλαγή του χρώματος και της υφής του νερού)
    ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν κάτω από τον ανήμπορο ήλιο (Γ. Σεφέρης)
    μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα καθώς αφήνεις το βιβλίο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία