↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπεκουλαδόρα οι σπεκουλαδόρες
      γενική της σπεκουλαδόρας των σπεκουλαδόρων
    αιτιατική τη σπεκουλαδόρα τις σπεκουλαδόρες
     κλητική σπεκουλαδόρα σπεκουλαδόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπεκουλαδόρα < σπεκουλαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spe.ku.laˈðo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπε‐κου‐λα‐δό‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπεκουλαδόρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σπεκουλάρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία