σπεκουλάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπεκουλάρισμα < σπεκουλάρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπεκουλάρισμα ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπεκουλάρισμα
→ δείτε τη λέξη κερδοσκοπία |