σπαρτιάτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπαρτιάτισσα < σπαρτιάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπαρτιάτισσα θηλυκό (αρσενικό σπαρτιάτης)
- (σε επιθετική λειτουργία) Σπαρτιάτισσα θηλυκό του Σπαρτιάτης
- ⮡ Έχω μια σπαρτιάτισσα φίλη που με φιλοξενεί στο σπίτι της στη Σπάρτη.