↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπαθίφυλλο τα σπαθίφυλλα
      γενική του σπαθίφυλλου των σπαθίφυλλων
    αιτιατική το σπαθίφυλλο τα σπαθίφυλλα
     κλητική σπαθίφυλλο σπαθίφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σπαθίφυλλο, συγκεκριμένα Spathiphyllum floribundum

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαθίφυλλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπαθίφυλλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία