σοφερίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σοφερίνα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα οδηγός αυτοκινήτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σοφερίνα
|