σοφεράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σοφεράκι | τα | σοφεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σοφεράκι | τα | σοφεράκια |
κλητική | σοφεράκι | σοφεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοφεράκι < σοφέρ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοφεράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σοφέρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοφεράκι
|