Δείτε επίσης: Σουρμελής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουρμελής οι σουρμελήδες
      γενική του σουρμελή των σουρμελήδων
    αιτιατική τον σουρμελή τους σουρμελήδες
     κλητική σουρμελή σουρμελήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρμελής < σουρμέ(ς) + -λής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /suɾ.meˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουρ‐με‐λής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουρμελής αρσενικό (θηλυκό σουρμελίδισσα)

  1. που έχει χρησιμοποιήσει σουρμέ για να βάψει τα μάτια του
  2. (συνεκδοχικά) άτομο με ωραία μάτια

  Επίθετο επεξεργασία

σουρμελής

  • χαρακτηρισμός ατόμου με μάτια βαμμένα με σουρμέ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • σουρμελής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)