σορτσάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σορτσάκι | τα | σορτσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σορτσάκι | τα | σορτσάκια |
κλητική | σορτσάκι | σορτσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασορτσάκι ουδέτερο
- κοντό παντελονάκι, σορτς
Μεταφράσεις
επεξεργασία σορτσάκι
→ δείτε τη λέξη σορτς |