σομιές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σομιές | οι | σομιέδες |
γενική | του | σομιέ | των | σομιέδων |
αιτιατική | τον | σομιέ | τους | σομιέδες |
κλητική | σομιέ | σομιέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /soˈmɲes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐μιές
Ουσιαστικό επεξεργασία
σομιές και σουμιές αρσενικό (λαϊκό) κλιτή μορφή του άκλιτου σομιέ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σομιές
|