σομιέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σομιέ < αντιδάνειο: άμεσο δάνειο από τη γαλλική sommier < υστερολατινική sagmarium (αρχική σημασία: υποζύγιο) < sagmarius < sagma > αρχαία ελληνική σάγμα (σαμάρι)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασομιέ ουδέτερο άκλιτο [2]
- το δικτυωτό συρμάτινο πλέγμα ενός κρεβατιού, πάνω στο οποίο ακουμπά το στρώμα
- οι σούστες ενός καναπέ ή καθίσματος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σουμιέ (ουδέτερο άκλιτο)
κλιτά:
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)