σοκακιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοκακιάρης αρσενικό (θηλυκό: σοκακιάρα)
- (οικείο) αυτός που ου αρέσει να τριγυρνάει στους δρόμους, να περιφέρεται στα σοκάκια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σοκάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοκακιάρης
|