σμυρτιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμυρτιά | οι | σμυρτιές |
γενική | της | σμυρτιάς | των | σμυρτιών |
αιτιατική | τη | σμυρτιά | τις | σμυρτιές |
κλητική | σμυρτιά | σμυρτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμυρτιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμυρτιά θηλυκό
- (φυτό, λαϊκό) άλλη μορφή του μυρτιά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμυρτιά
|
Πηγές επεξεργασία
- σμυρτιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)