σμαράγδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σμᾰραγδιο- | |||||
ονομαστική | τὸ | σμαράγδιον | τὰ | σμαράγδιᾰ | |
γενική | τοῦ | σμαραγδίου | τῶν | σμαραγδίων | |
δοτική | τῷ | σμαραγδίῳ | τοῖς | σμαραγδίοις | |
αιτιατική | τὸ | σμαράγδιον | τὰ | σμαράγδιᾰ | |
κλητική ὦ! | σμαράγδιον | σμαράγδιᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμαραγδίω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σμαραγδίοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σμαράγδιον < αρχαία ελληνική σμάραγδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: σμαράγδι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασμαράγδιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- σμαράγδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.