χρειάζεται παράθεμα

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σμίλευσῐς αἱ σμιλεύσεις
      γενική τῆς σμιλεύσεως τῶν σμιλεύσεων
      δοτική τῇ σμιλεύσει ταῖς σμιλεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σμίλευσῐν τὰς σμιλεύσεις
     κλητική ! σμίλευσῐ σμιλεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σμιλεύσει
γεν-δοτ τοῖν  σμιλευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμίλευσις < σμιλεύ(ω) + -σις < αρχαία ελληνική σμίλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμίλευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)