σλαβοφιλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σλαβοφιλία < σλαβόφιλος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σλαβοφιλία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- σλαβόφιλος
- → δείτε τις λέξεις Σλάβος και φίλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σλαβοφιλία
σλαβοφιλία θηλυκό