Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκωραμίδα οι σκωραμίδες
      γενική της σκωραμίδας των σκωραμίδων
    αιτιατική τη σκωραμίδα τις σκωραμίδες
     κλητική σκωραμίδα σκωραμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκωραμίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκωραμίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκωραμίδα θηλυκό

  • ρηχό λεκανοειδές αντικείμενο που χρησιμεύει στην διευκόλυνση ούρησης και αφόδευσης ανθρώπων που βρίσκονται σε κατάκλιση, για απομάκρυνση ούρων και κοπράνων χωρίς να λερωθούν τα κλινοσκεπάσματα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία