σκωραμίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκωραμίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκωραμίδα θηλυκό
- ρηχό λεκανοειδές αντικείμενο που χρησιμεύει στην διευκόλυνση ούρησης και αφόδευσης ανθρώπων που βρίσκονται σε κατάκλιση, για απομάκρυνση ούρων και κοπράνων χωρίς να λερωθούν τα κλινοσκεπάσματα
Συνώνυμα επεξεργασία
- «πάπια»