Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκυφίδιο τα σκυφίδια
      γενική του σκυφιδίου
σκυφίδιου
των σκυφιδίων
    αιτιατική το σκυφίδιο τα σκυφίδια
     κλητική σκυφίδιο σκυφίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκυφίδιο < αρχαία ελληνική σκυφίδιον. Συγχρονικά αναλύεται σε σκύφ(ος) + -ίδιο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sciˈfi.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐φί‐δι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Σκυφίδιο με απεικόνιση κουκουβάγιας, Μουσείο Καλών Τεχνών της Λυών

σκυφίδιο ουδέτερο

  • (αρχαιολογία, κεραμική) μικρή σκύφος
    ※ Από τα προκαταρτικά αποτελέσματα της υποβρύχιας έρευνας διαπιστώθηκε ότι εκτός από το φορτίο του πλοίου που αποτελείται κυρίως από κερκυραϊκούς αμφορείς, δευτερευόντως αμφορείς του επονομαζόμενου τύπου Solocha II, με πιθανή προέλευση από την αρχαία Πεπάρηθο (Σκόπελο), αμφορείς από την Χίο και τρείς πίθους, μετέφερε σύνολο επιτραπέζιων αγγείων από τα οποία ανελκύστηκαν ένας επιτραπέζιος αμφορίσκος με επίπεδη βάση, ένα πινάκιο και ένα ιχθυοπινάκιο και δύο σκυφίδια.
    Εντυπωσιακά ευρήματα σε ναυάγιο κλασικών χρόνων στο στενό Κυθήρων – Νεάπολης, Η Καθημερινή, 25 Οκτωβρίου 2021

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σκυφίδιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)