σκυρμιόνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκυρμιόνιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική skyrmion < Tony Skyrme (1922-1987)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκυρμιόνιο ουδέτερο
- (φυσική) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ※ Τα σκυρμιόνια προφανώς δεν είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού. (tovima.gr)