Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκυρμιόνιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκυρμιόνι
ο
τα
σκυρμιόνι
α
γενική
του
σκυρμιονί
ου
&
σκυρμιόνι
ου
των
σκυρμιονί
ων
αιτιατική
το
σκυρμιόνι
ο
τα
σκυρμιόνι
α
κλητική
σκυρμιόνι
ο
σκυρμιόνι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκυρμιόνιο
<
(
λόγιο δάνειο
)
αγγλική
skyrmion
<
Tony
Skyrme
(1922-1987)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκυρμιόνιο
ουδέτερο
(
φυσική
)
υποθετικό σωματίδιο από την θεωρητική φυσική
※
Τα
σκυρμιόνια
προφανώς δεν είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού.
(
tovima.gr
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκυρμιόνιο
αγγλικά
:
skyrmion
(en)
πολωνικά
:
skyrmion
(pl)