σκροφίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκροφίτσα | οι | σκροφίτσες |
γενική | της | σκροφίτσας | — | |
αιτιατική | τη | σκροφίτσα | τις | σκροφίτσες |
κλητική | σκροφίτσα | σκροφίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκροφίτσα < σκρόφα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκροφίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του σκρόφα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκροφίτσα
|