σκοῦπα
μεσαιωνικά ελληνικά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκοῦπᾰ | αἱ | σκοῦπες | ||||
γενική | τῆς | σκούπᾱς | τῶν | σκουπῶν | ||||
αιτιατική | τὴν | σκοῦπᾰν | τὰς | σκούπᾱς | ||||
κλητική ὦ! | σκοῦπα | σκοῦπες | ||||||
Νέα ελληνιστική & μεσαιωνική κλίση με εξαιρέσεις στην 1η κλίση: * κατάληξη με βραχύ ᾰ αντί του αναμενόμενου μακρού ᾱ. * η γενική δεν είναι η αναμενόμενη -ης (προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο) * ο πληθυντικός δεν λήγει σε -αι αλλά -ες. | ||||||||
Κατηγορία 'κοῦπα' όπως «κοῦπα» - Παράρτημα:Γραμματική |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοῦπα < (άμεσο δάνειο) λατινική scōpa με τονισμό κατά την ποσότητα συλλαβών της λατινικής λέξης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοῦπα θηλυκό
- η σκούπα
- ※ ⌘ Ισαάκιος Τζέτζης. Σχόλια εις Λυκόφρωνα - σελ. 510 - Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google
- ὀφελτρεύσωσι, σαρώσωσι. σαρὸν γὰρ, καὶ ὄφελτρον, καὶ ὄφελον, καὶ ὄφελμα, ἡ σκοῦπα λέγεται
- ※ ⌘ Ισαάκιος Τζέτζης. Σχόλια εις Λυκόφρωνα - σελ. 510 - Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- σκοῦπαν (αιτιατική ενικού)
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
- σκουπίζω
- σκουπόραβδον
- σκουπίδι, σκούπιδον & παράγωγα
Πηγές
επεξεργασία- σκοῦπα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.330 Τόμος 20 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.