σκουφίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκουφίτσα | οι | σκουφίτσες |
γενική | της | σκουφίτσας | — | |
αιτιατική | τη | σκουφίτσα | τις | σκουφίτσες |
κλητική | σκουφίτσα | σκουφίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκουφίτσα < σκούφια + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκουφίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του σκούφια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκουφίτσα
|