σκουρόχρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκουρόχρωση | οι | σκουροχρώσεις |
γενική | της | σκουρόχρωσης* | των | σκουροχρώσεων |
αιτιατική | τη | σκουρόχρωση | τις | σκουροχρώσεις |
κλητική | σκουρόχρωση | σκουροχρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκουροχρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκουρόχρωση θηλυκό
- ο σκούρος χρωματισμός κάποιου αντικειμένου
- ⮡ «Σκουρόχρωση του δέρματος»
- ⮡ «φακοί γυαλιών ... που προσαρμόζονται στο μεταβαλλόμενο φως με αυτόματη σκουρόχρωση»
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουρόχρωση
|