↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουρόχρωση οι σκουροχρώσεις
      γενική της σκουρόχρωσης* των σκουροχρώσεων
    αιτιατική τη σκουρόχρωση τις σκουροχρώσεις
     κλητική σκουρόχρωση σκουροχρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκουροχρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουρόχρωση < σκούρο + χρώση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκουρόχρωση θηλυκό

  • ο σκούρος χρωματισμός κάποιου αντικειμένου
    ⮡  «Σκουρόχρωση του δέρματος»
    ⮡  «φακοί γυαλιών ... που προσαρμόζονται στο μεταβαλλόμενο φως με αυτόματη σκουρόχρωση»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία