↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκουνιέρης οι σκουνιέρηδες
      γενική του σκουνιέρη των σκουνιέρηδων
    αιτιατική τον σκουνιέρη τους σκουνιέρηδες
     κλητική σκουνιέρη σκουνιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουνιέρης < σκούν(α) + -ιέρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκουνιέρης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.