Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουληκαντέρα οι σκουληκαντέρες
      γενική της σκουληκαντέρας των σκουληκαντερών
    αιτιατική τη σκουληκαντέρα τις σκουληκαντέρες
     κλητική σκουληκαντέρα σκουληκαντέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουληκαντέρα < σκουλήκι + έντεροάντερο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουληκαντέρα θηλυκό

  1. μεγάλου μεγέθους σκουλήκι
  2. σώμα μακρύ, κυλινδρικό και συνήθως εύκαμπτο που θυμίζει σκουλήκι, είτε έντερο λόγω σχήματος ή/και του τρόπου που αυτά αναδιπλώνονται

  Μεταφράσεις επεξεργασία