σκουληκαντέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκουληκαντέρα θηλυκό
- μεγάλου μεγέθους σκουλήκι
- σώμα μακρύ, κυλινδρικό και συνήθως εύκαμπτο που θυμίζει σκουλήκι, είτε έντερο λόγω σχήματος ή/και του τρόπου που αυτά αναδιπλώνονται
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκουληκαντέρα
|