↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκορδέλαιο τα σκορδέλαια
      γενική του σκορδέλαιου
σκορδελαίου
των σκορδέλαιων
σκορδελαίων
    αιτιατική το σκορδέλαιο τα σκορδέλαια
     κλητική σκορδέλαιο σκορδέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκορδέλαιο < σκόρδ(ο) + -έλαιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκορδέλαιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία