Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληροπάθεια οι σκληροπάθειες
      γενική της σκληροπάθειας των σκληροπαθειών
    αιτιατική τη σκληροπάθεια τις σκληροπάθειες
     κλητική σκληροπάθεια σκληροπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληροπάθεια < σκληρός + -ο- + -πάθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκληροπάθεια θηλυκό

  • (ιατρική) πάθηση κατά την οποία γίνεται σκλήρυνση

  Μεταφράσεις επεξεργασία