Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκληροπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σκληροπάθει
α
οι
σκληροπάθει
ες
γενική
της
σκληροπάθει
ας
των
σκληροπαθει
ών
αιτιατική
τη
σκληροπάθει
α
τις
σκληροπάθει
ες
κλητική
σκληροπάθει
α
σκληροπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκληροπάθεια
<
σκληρός
+
-ο-
+
-πάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκληροπάθεια
θηλυκό
(
ιατρική
) πάθηση κατά την οποία γίνεται σκλήρυνση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκληροπάθεια