σκλήρυνσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκλήρυνσῐς | αἱ | σκληρύνσεις | ||||
γενική | τῆς | σκληρύνσεως | τῶν | σκληρύνσεων | ||||
δοτική | τῇ | σκληρύνσει | ταῖς | σκληρύνσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σκλήρυνσῐν | τὰς | σκληρύνσεις | ||||
κλητική ὦ! | σκλήρυνσῐ | σκληρύνσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκληρύνσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκληρυνσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκλήρυνσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκληρύν(ω) + -σις < σκληρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκλήρυνσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- σκλήρυνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.