ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκλήρυνσῐς αἱ σκληρύνσεις
      γενική τῆς σκληρύνσεως τῶν σκληρύνσεων
      δοτική τῇ σκληρύνσει ταῖς σκληρύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σκλήρυνσῐν τὰς σκληρύνσεις
     κλητική ! σκλήρυνσῐ σκληρύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκληρύνσει
γεν-δοτ τοῖν  σκληρυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκλήρυνσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκληρύν(ω) + -σις < σκληρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκλήρυνσις, -εως θηλυκό